-
1 ΛΆΧος
ΛΆΧος, τό, Loos, Schicksal; ῥηϊδίως φέρειν ἀμφοτέρων τὸ λάχος Theogn. 592; μόριμον λάχος πιμπλάντων χεροῖν Aesch. Ch. 356, vgl. Eum. 5 ( ἐν τρίτῳ λάχει, sonst immer nur im nom. u. accus.). 310, γιγνομέναισι λάχη τάδ' ἐφ' ἁμὶν ἐκράνϑη 347; vgl. noch Soph. Ant. 1288, wo es conj. für λέχος ist; der durch das Loos bestimmte Antheil, ἔστι σοὶ μὲν τῶν λάχος Pind. N. 10, 85, ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου Ol. 7, 58; τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα Aesch. Eum. 378; auch in Prosa, παρεῖχε δὲ ἡ ϑεὸς τοῖς σκηνῶσιν τῶν ϑυομένων λάχος Xen. An. 5, 3, 9; Sp., wie Alciphr. 3, 29; – νυκτὸς ὅτε τρίτατον λάχος ἵσταται, der Theil, Mosch. 2, 2; Ap. Rh. 3, 1340.
См. также в других словарях:
λάχος — λάχος, τὸ (Α) 1. αυτό που έχει προοριστεί για κάποιον, ο κλήρος, η μοίρα 2. αυτό που παίρνει κάποιος με κλήρο, το μερίδιο («τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα», Αισχύλ.) 3. το έργο που έχει οριστεί σε κάποιον να εκτελέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ… … Dictionary of Greek